- χειροκρασία
- ἡ, Αδιαπληκτισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -κρασία (< -κρατος < θ. κρᾱ- τού κεράννυμι «ανακατεύω»), πρβλ. εὐ-κρασία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροκρασίᾳ — χειροκρασίᾱͅ , χειροκρασία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροκρασίας — χειροκρασίᾱς , χειροκρασία fem acc pl χειροκρασίᾱς , χειροκρασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροκρασίαι — χειροκρασίᾱͅ , χειροκρασία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)